- μολπᾷ
- μολπάζωsing offut ind mid 2nd sg (epic)μολπάζωsing offut ind act 3rd sg (epic)μολπήdancefem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μολπά — μολπά̱ , μολπή dance fem nom/voc/acc dual μολπά̱ , μολπή dance fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπᾶι — μολπᾷ , μολπάζω sing of fut ind mid 2nd sg (epic) μολπᾷ , μολπάζω sing of fut ind act 3rd sg (epic) μολπᾷ , μολπή dance fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπᾶς — μολπᾶ̱ς , μολπάζω sing of fut ind act 2nd sg (doric) μολπή dance fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπάν — μολπά̱ν , μολπή dance fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπάς — μολπά̱ς , μολπή dance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολπάτιδα — μολπά̱τιδα , μολπῆτις she who sings and dances fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππιος — ἵππιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ίππο ή σε ίππους («ἵππιον σθένος», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει σε ιππείς, ή σε ιππικούς αγώνες ή στο ιπποδρόμιο («ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῑνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληΐδι μολπᾷ χρή», Πίνδ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἵππιος … Dictionary of Greek